σταφυλινίδες

σταφυλινίδες
(Staphylinidae). Οικογένεια κολεόπτερων εντόμων της υπόταξης των πολυφάγων. Έχουν μακρουλό σώμα με κοντά έλυτρα, αλλά οι πίσω πτέρυγες τους, που είναι διπλωμένες κάτω από τα έλυτρα, είναι συνήθως εντελώς αναπτυγμένες. Όταν ένα έντομο αυτής της οικογένειας σταματήσει να πετάει, χρησιμοποιεί την ακμή της κοιλιάς του και τα πόδια του για να διπλώσει τις φτερούγες του κάτω από τα κοντά του έλυτρα. Από τους σ. είναι γνωστά πάνω από 20.000 είδη, ο αριθμός όμως των άγνωστων ακόμα ειδών είναι επίσης σημαντικός. Τα περισσότερα είναι πολύ μικρά και μερικά φτάνουν σε μήκος τα 3,5 εκ. Τρέχουν γρήγορα και κρατούν πολύ ψηλά το άκρο της κοιλιάς τους όταν μετακινούνται. Ορισμένα είδη μεγάλου μεγέθους έχουν χρώμα μαύρο και κόκκινο, ή μαύρο και κίτρινο και μοιάζουν με σφήκες. Πολλοί Σ. βρίσκονται μέσα σε φυτά και ζώα που αποσυντίθενται. Άλλοτε πίστευαν ότι τα ζώα αυτά είναι νεκροφάγα, στην πραγματικότητα όμως τρέφονται με σκουλήκια και έντομα που βρίσκουν μέσα στην κοπριά. Ορισμένα είδη ζουν μέσα στις φωλιές των μυρμηγκιών και των τερμιτών, τα οποΐα τρέφονται από ένα υγρό που εκκρίνουν οι σ., ενώ οι ίδιοι τρέφονται από τους ξενιστές τους. Γνωστότερα γένη είναι ο σταφυλίνος (staphylinus) και ο κρεόφιλος (creophilys).
* * *
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια πολυφάγων κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. staphylinidae (< staphylinus, βλ. λ. σταφυλίνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λομέχουζα — η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας σταφυλινίδες …   Dictionary of Greek

  • προνομαία — η, ΝΑ νεοελλ. γένος εντόμων τής οικογένειας σταφυλινίδες αρχ. 1. η προβοσκίδα τού ελέφαντα 2. η μυζητική προβοσκίδα τής μέλισσας, τής μύγας κ.ά. εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προνομή + κατάλ. αία (θηλ. τής κατάλ. αῖος), πρβλ. ἁλμ αία: ἅλμη, σελην αία:… …   Dictionary of Greek

  • σταφυλίνος — ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες αρχ. 1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος κηπευτός», Διοσκ. β. «σταφυλῑνος… …   Dictionary of Greek

  • τερμιτοφιλία — η, Ν [τερμιτόφιλος] βιολ. φαινόμενο συνοίκησης που εμφανίζουν ορισμένα ζωικά είδη, κυρίως έντομα, όπως λ.χ. κολεόπτερα τής οικογένειας σταφυλινίδες, τα οποία ζουν μόνιμα μέσα στις φωλιές τών τερμιτών …   Dictionary of Greek

  • κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”